- τυλεῖον
- τῠλεῖον, τό, Dim. of sq. 3, S.Fr.468, PRev.Laws 94.10 (iii B. C.), Ael.NA2.11, Hsch.A s.v. κνέφαλλον.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τυλεῖον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυλείον — τὸ, Α [τύλη] (υποκορ. τού τύλη) μικρό προσκέφαλο … Dictionary of Greek
τυλεῖα — τυλεῖον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυλείου — τυλεῖον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυλεία — ἡ, Α το τυλεῑον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού τυλεῖον με αλλαγή γένους κατά τα θηλ.] … Dictionary of Greek